- ομοψηφώ
- (Α ὁμοψηφῶ, -έω) [ομόψηφος]αποφασίζω τα ίδια με κάποιον άλλο, δίνω την ίδια ψήφο, έχω την ίδια γνώμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοψήφῳ — ὁμόψηφος voting with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)